ἀπαρνεῖται

ἀπαρνεῖται
ἀπαρνέομαι
deny utterly
pres ind mp 3rd sg (attic epic doric aeolic)
ἀπαρνέομαι
deny utterly
pres ind mp 3rd sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αναπάρνητος — η, ο [απαρνούμαι] αυτός, τον οποίο δεν απαρνείται ή δεν μπορεί να απαρνηθεί κανείς, ή αυτός που δεν πρέπει κάποιος να τόν αθετήσει …   Dictionary of Greek

  • αρνησίπατρις — ( ιδος), ο, η αυτός που απαρνείται την πατρίδα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρνησις ( η) + πατρίς. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Σπ. Ζαμπέλιο] …   Dictionary of Greek

  • αρνητής — ο (Μ ἀρνητής) [αρνούμαι] αυτός που απαρνείται ή που εγκαταλείπει κάτι («αρνητής του Χριστού», «αρνητής της αγάπης») …   Dictionary of Greek

  • μαγαρίτης — ο (Μ μαγαρίτης) 1. αυτός που απαρνείται τον χριστιανισμό και ασπάζεται τον ισλαμισμό, αρνησίθρησκος, εξωμότης 2. (σκωπτικά και υβριστικά) μακαρίτης μσν. μιαρός, μολυσμένος, μαγαρισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγαρίζω + κατάλ. ίτης ή, κατ άλλη άποψη, από …   Dictionary of Greek

  • μυστικισμός — Φιλοσοφικο θρησκευτική στάση, που επιζητεί, αντίθετα προς κάθε ορθολογική ή ενορατική μεσολάβηση, την άμεση προσέγγιση με το θείο· ο όρος μυστικισμός προέρχεται από τη λέξη μύστης, που σήμαινε εκείνον, ο οποίος ξεπερνώντας τις παραδοσιακές… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Αϊζενστάιν, Σεργκέι Μιχαΐλοβιτς — (Sergei Mikhailovich Eisenstein, Ρίγα 1898 – Μόσχα 1948). Ρώσος σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Ενώ σπούδαζε μηχανικός στην Πετρούπολη, κατατάχθηκε το 1918 εθελοντής στον Ερυθρό Στρατό, μάλλον για να ακολουθήσει το παράδειγμα των συναδέλφων του… …   Dictionary of Greek

  • Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… …   Dictionary of Greek

  • Γκέσνερ, Σόλομον — (Solomon Gessner, Ζυρίχη 1730 – 1788). Ελβετός ποιητής. Το έργο του απέκτησε γρήγορα μεγάλη φήμη και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες· ήταν ίσως ο σημαντικότερος ειδυλλιακός ποιητής της γερμανικής γλώσσας. Η οργάνωση της ελβετικής κοινωνίας, που… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοπορία — Ο όρος αναφέρεται γενικά σε λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά κινήματα που καινοτομούν τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στη μορφή. Στον 19o αι. η π. (avant garde) είχε έννοια πολιτική και σήμαινε τα ρεύματα και τις ομάδες της Aριστεράς. Μόνο στις αρχές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”